Παρών, φώναξε.
Όταν φώναζε παρών η αίθουσα ήταν γεμάτη,
όλοι χειροκροτούσαν δυνατά.
Είχε παντού φως.
Τα φώτα, αχ τα φώτα τον τύφλωναν,
όλοι μα όλοι ήθελαν έστω για μια στιγμή να του σφίξουν το χέρι,
να πάρουνε λίγη από την λάμψη του,
να την φυλακίσουν σε καρτ ποστάλ.
Παρώωωωωωωωωωωωων ούρλιαξε.
Κάτι αράχνες είδε σε κάποιες γωνίες και σκόνη
παντού σκόνη,
τώρα που τα φώτα ήταν σβηστά.
Παρών ψιθύρισε.
Κανείς...
Άδειες ήταν οι καρέκλες.
Εκείνος κοίταζε αμήχανος το κενό.
Δεν ήθελε με το τώρα, να έρθει πιο κοντά.
Έτσι είναι η ζωή.
Πόρνη που δεν πλήρωσες.
Αλλάζει έτσι ξαφνικά !!!
Παύλος Παυλίδης 27/ 10
/19