Κάθε μέρα , μα κάθε μέρα είχε ένα τεράστιο θέμα. Έπρεπε να
ξυπνήσει νωρίς να πάει σχολείο. Αυτή η μαμά του τον είχε ζαλίσει με τις φωνές
της .
-Τίμο, Τίμο ξύπνα είναι ώρα να πάς σχολείο.
-Το μισώ αυτό το σχολείο, δεν το γουστάρω! Θέλω μόνο να
παίζω. Γιατί να μην μπορώ μόνο να παίζω? Ε μαμά πες μου. Γιατί να μην μπορώ
μόνο να παίζω?
Η μαμά του τότε προσπαθούσε να τον καλοπιάσει.
- Έλα γλυκό μου αγοράκι ντύσου γρήγορα και άντε να μην
αργήσεις. Σήμερα θα δεις πόσο ενδιαφέροντα πράγματα θα μάθεις.
-Τι λες βρε μαμά. Τι μου λες να ντυθώ, αφού εμείς τα
σαλιγκάρια χειμώνα καλοκαίρι φοράμε τα ίδια ρούχα και όποτε βρέχει κάνουμε και
κανένα μπάνιο. Με δουλεύεις;
Η μαμά του τον έκανε χάζι έτσι μικρούλης που ήτανε. Έλεγε και
τα λογάκια του λίγο ψευδά και ήταν σκέτη απόλαυση.
Καμιά φορά ώσπου να γυρίσει την πλάτη της είχε ξανακοιμηθεί.
Μετά άντε από την αρχή να ξυπνήσει ο Τίμος. Αλλά η μαμά του
τον λάτρευε τον Τίμο και του συγχωρούσε όλες του τις σκανδαλιές.
Μια μέρα εκεί που περπατούσε στο δρόμο σιγά –σιγά ένιωσε μια
μεγάλη σκιά πάνω από το κεφάλι του.
Φοβήθηκε πάρα πολύ αλλά με περίσσιο θάρρος σήκωσε τις κεραίες
του γούρλωσε τα ματάκια του και .....
-Παναγιά μου τι ήταν τούτο. Ήταν σχεδόν ακριβώς από πάνω του
μια τεράστια χελώνα. Βοήθεια, βοήθεια, φώναξε το σαλιγκαράκι. Θα με λιώσει αυτή
η τεράστια χελώνα.
- Πως κάνεις έτσι νεαρέ μου του είπε μια γλυκιά φωνή. Δεν
βλέπεις ότι κουβαλάω καβούκι;
Μπορεί κάποιος που κουβαλάει καβούκι να πατήσει έναν άλλο που
κουβαλάει καβούκι; Ε πες μου, μπορεί;
-Δεν ξέρω κυρία χελώνα. Εγώ είμαι ένα μικρό σαλιγκαράκι. Με
λένε Τίμο και τώρα βγαίνω στον δρόμο. Πραγματικά δεν ξέρω, είπε σκύβοντας το
κεφάλι του ο Τίμος.
-Νεαρέ μου όχι δεν μπορεί. Είναι ανεπίτρεπτο και
αντιεπαγγελματικό! Εμένα με λένε Διαμάντω και μπορείς να με ρωτήσεις ότι, μα
ότι θέλεις.
-Ότι, μα ότι θέλω;
-Ναι μικρέ μου, ότι θέλεις.
-Μμμμμμμμμμ τότε πες που πως είναι να κουβαλάς ένα τόσο
μεγάλο καβούκι;
-Για μένα είναι εύκολο γιατί έχω πολλά κυβικά του είπε
γελώντας η χελώνα. Έλα να σου πω, πλησίασε μην φοβάσαι.
Η Διαμάντω έκανε στον Τίμο μια πολύ πρωτότυπη πρόταση.
-Θέλεις να ανέβεις πάνω στο καβούκι μου να σε πάω μία βόλτα;
Ο Τίμος από την χαρά του ψεύδισε:
-Θοβαρά μιλάς; Θα κάνεις κάτι τέτοιο για μένα;
-Έλα άσε τα πολλά λόγια και ανέβα πάνω.
Η Διαμάντω έσκυψε και ο Τίμος σκαρφάλωσε πάνω στο καβούκι
της.
-Βάλε τις βεντούζες σου είπε η Διαμάντω ξεκινάω.
-Πάμε είπε ενθουσιασμένος ο Τίμος.
Πω, πω, πω πως φαινόντουσαν τα πράγματα από εδώ ψηλά.
Ο κακόμοιρος ο Τίμος πρώτη φορά δεν φοβόταν τίποτα. Ένοιωθε
πολύ άνετος και ελεύθερος , όσο ποτέ άλλοτε. Είχε ανοίξει τις κεραίες του και
απολάμβανε την βόλτα του.
-Ε κάνε λίγο πιο σιγά.
-Χα, χα, χα έκανε η Διαμάντω. Πρώτη φορά της το λέγανε αυτό.
Για φαντάσου να κάνει μια χελώνα πιο σιγά! Χα,χα,χα.
-Πρόσεχε έχεις μπει σε αντίθετο ρεύμα!! Μπαμμμμμμ
Πω , πω, πω αν είχε τρακάρει αυτός με την κότα, θα είχε πάει
στην εντατική. Τελικά είναι μεγάλη υπόθεση να έχεις πολλά κυβικά.
-Γλυκό μου σαλιγκαράκι του είπε η Διαμάντω σου αρέσει το
μπάνιο;
-Μου αρέσει αλλά πως σου ήρθε τώρα αυτό; Αφού δεν βρέχει και
ο ουρανός είναι πεντακάθαρος από συννεφάκια.
-Περίμενε και θα δεις. Σε λίγη ώρα ήταν στα λημέρια του κου
ελέφαντα.
-Γεια σου Χρηστάρα του είπε.
-Γεια σου και σένα Διαμάντω. Πως από τα μέρη μας;
-Δεν βλέπεις; Έχω υψηλό καλεσμένο. Τον κύριο Τίμο: τον κο
σαλιγκάρι.
-Γεια σου Τίμο! Εμένα με λένε Χρηστάρα.
-Εμένα με λένε Τίμοοοο, ψέλισε ο σαλιγκαράκος μας. Πάνω που
νόμισε ότι η χελώνα είχε πολλά κυβικά. Παναγιά μου τι είναι τούτο το πράγμα. Καλά
που είναι φίλος μας σκέφτηκε.
-Θέλουμε να μας κάνεις ένα μαγικό του είπε η Διαμάντω και του
έκλεισε το μάτι.
-Όπως επιθυμείτε. Ο Χρηστάρας βούτηξε την προβοσκίδα του στο
ποτάμι και τους έκανε ένα σπέσιαλ μπάνιο.
Αλλά αυτό δεν ήταν ένα απλό μπάνιο. Ένιωσε ένα καταρράκτη να
περνάει από πάνω του. Μία τεράστια νεροτσουλήθρα σαν να λέμε.
Τελικά δεν άντεξε την πίεση του νερού και έπεσε κάτω στο
έδαφος ανάσκελα.
Μάταια έκανε προσπάθεια να επανέλθει. Η Διαμάντω και ο
Χρηστάρας είχαν πιάσει τις κοιλιές τους από τα γέλια αλλά ο Τιμάκος δεν το
έβλεπε και πολύ αστείο.
Από την τσαντίλα του ξαναψεύδισε.
-Είναι αθτείο τώρα αυτό; Πεθ τε μου να γελάθω και εγώ.
Αχ, τι πλάκα είχε το μικρό σαλιγκαράκι.
-Γλυκέ μου Τιμούλη, του είπε η Διαμάντω θα σου κάνω ένα
μεγάλο δώρο. Μια ανεπανάληπτη βόλτα πάνω στην προβοσκίδα του Χρήστάρα! Έλα
ανέβα μην φοβάσαι.
-Τι λες βρε μεγάλε αν ανέβω εγώ στην προβοσκίδα σου θέλω ένα
Σαββατοκύριακο και βάλε. Σκύψε εσύ και ανέβασε με.
-Οκ Τίμο. Είσαι έτοιμος για ροκιές;
-Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις.
-Είσαι Τίμο έτοιμος να τους τρομάξουμε όλους; Δηλαδή λες να
τους κάνουμε όλους να κλειστούν στα καβούκια τους;
-Γουστάρω. Πρόσεχε όμως τα σαλιγκαράκια .
-Eντάξει; Εντάξει παλικάρι μου. Βάλε το κράνος σου και φύγαμε.
-Αφού βρε Χρηστάρα εγώ έχω ενσωματωμένο κράνος από
γεννησιμιού μου, τι μου λες. Κάτσε όμως να βάλω τα γυαλιά ηλίου μου και λίγο
ενυδατική κρέμα. Οκ πάμε να τους φάμε λάχανο.
Ο Χρηστάρας έσκυψε και πήρε τον Τίμο. Τον τοποθέτησε
προσεχτικά στην προβοσκίδα του.
-Πρώτο τραπέζι πίστα σε έχω μεγάλε, του είπε. Φύγαμεεεεε.
Ο Τίμος είχε πάθει πλάκα. Κάπως έτσι θα πρέπει να ήταν η
φόρμουλα 1 που του είχε πει ο πατέρας του. Είχαν αναπτύξει απίστευτη ταχύτητα. Αλλά
δεν ήταν μόνο αυτό. Ο Χρηστάρας του έκανε επίδειξης δύναμης. Έβγαζε τρελές
κραυγές, έριχνε κάτω δέντρα, έκανε τα ζωάκια της ζούγκλας να τρέχουν να
κρυφτούν, δεξιά αριστερά.
-Τίμο του είπε μια στιγμή, γουστάρεις να κάνουμε μια πλάκα
στον βασιλιά της ζούγκλας;
-Στο λιοντάρι; τον ρώτησε με τρεμάμενη φωνή. Δεν είναι
επικίνδυνο;
-Μπα αυτόν τον είπαν βασιλιά της ζούγκλας όχι για την δύναμη
του, αλλά γιατί πηγαίνει κάθε τρεις και λίγο στο κομμωτήριο και περιποιείται το
μαλλί του. Μεταξύ μας πιστεύω ότι βάζει και λακ για να τα κρατάει σταθερά αλλά
μην το πεις πουθενά!
-Εντάξει είπε συνωμοτικά ο Τίμος, αλλά σε παρακαλώ πρόσεχε
πολύ.
-Καλά είσαι με τον Χρηστάρα και φοβάσαι;
-Όχι να σου πω δεν φοβάμαι και πολύ αλλά με ανησυχεί ότι είσαι
λίγο τρελλιάρης.
-Εγώ τρελλιάρης; Μικρέ μου δεν έχεις δει τίποτα ακόμα.
-Σσσσσσσς κάνε ησυχία τώρα. Απόλυτη.
Ο Τιμούλης υπάκουσε. Δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς
άλλωστε.
-Τον βλέπεις τον βασιλιά μας του είπε δείχνοντας το λιοντάρι;
Κοιμάται του καλού καιρού. Και όλοι οι άλλοι δουλεύουνε. Τώρα θα δεις τι θα του
κάνω! Θα σε βάλω όμως αναγκαστικά πάνω στα αυτιά μου. Κρατήσου γερά.
Πήγε σε μια λιμνούλα γέμισε με νερό την προβοσκίδα του και
πλησίασε αθόρυβα, το λιοντάρι.
Μετά σήκωσε την προβοσκίδα του και πλατςςς έκανε τον βασιλιά
της ζούγκλας μούσκεμα!
Ο κος Λιοντάρης τα πήρε στο κρανίο.
-Ποιός άτιμος το έκανε αυτό ούρλιαξε;
Μετά γύρισε και είδε τον θηριώδη ελέφαντα τον Χρηστάρα. Του
ήταν κομματάκι δύσκολο να κάνει κάτι μόνος του και το μόνο που έκανε ήταν να
κάνει ένα τεράστιο βρυχηθμό.
-Γκρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρ
Το σαλιγκαράκι φοβήθηκε πάρα πολύ, αλλά ο Χρηστάρας είχε
πεθάνει στα γέλια.
-Είδες του είπε μικρέ μου. Όλο φρου –φρού και αρώματα είναι. Έλα
τώρα να σε πάω να σου γνωρίσω μια φίλη μου την Αντιγόνη.
-Ποιά είναι αυτή η Αντιγόνη τον ρώτησε.
-Είναι μια φίλη μου πολύ υψηλού...επιπέδου!
-Τι θες να πεις; Μην βιάζεσαι μικρέ μου θα δεις. Λίγο υπομονή
χρειάζεται μόνο.
Πράγματι σε λίγο βλέπανε την Αντιγόνη που δεν ήταν άλλη από
μια πανύψηλη καμηλοπάρδαλη.
Ακόμα και αυτός ο θηριώδης ελέφαντας φαινόταν κοντός μπροστά
στην καμηλοπάρδαλη.
-Αντιγονάκη σκύψε να σου πω. Από εδώ ο καλός μου φίλος ο
Τίμος, από εδώ η Αντιγόνη. Αντιγονούλα θα πας μια βολτίτσα τον Τίμο να δει πως
είναι η ζούγκλα από ψηλά;
-Μετά χαράς αλλά θα πρότεινα να βάλει κασκόλ για να μην
κρυώνει.
Η Αντιγόνη έσκυψε για να ανέβει ο Τίμος στον λαιμό της.
Μετά περίμενε υπομονετικά δέκα λεπτά για να φτάσει ενδιάμεσα
στα αυτιά της.
Ο Τίμος έβαλε τις βεντούζες του και η Αντιγόνη σηκώθηκε
όρθια.
-Παναγίτσα μου τι ύψος είναι αυτόοοοοοο. Μήπως να βάλω και
αλεξίπτωτο βρε Αντιγόνη;
-Ηρέμησε μικρέ μου δεν θα τρέχω πολύ.
-Μια κουβέντα είναι αυτή, δύο δικά σου βήματα είναι 21 ώρες
πεζοπορίας δικιές μου, αν βέβαια το κάνω χωρίς να σταματήσω. Αν σταματήσω για φαγητό,
άστο καλύτερα.
Η Αντιγόνη ξεκίνησε την βόλτα και ο Τιμούλης απολάμβανε.
-Άλλο πράγμα βρε παιδί μου να έχεις μπόι, άλλο πράγμα.
Περάσανε από κάτι πανύψηλα δέντρα. Είδε πρώτη φορά μαϊμούδες
να πετάγονται από το ένα δέντρο στο άλλο τόσο εύκολα και να κάνουν απίστευτες
χορευτικές φιγούρες.
Πανέμορφα πολύχρωμα πουλιά τραγουδάνε. Ακαταλαβίστικα
πράγματα για αυτόν αλλά ...τραγουδάγανε.
Μετά είδε ένα τεράστιο φίδι να έχει πιάσει ένα ολόκληρο
δέντρο.
Μέχρι και η Αντιγόνη τρόμαξε και επιτάχυνε το βήμα της.
-Τίμο να σου πω του είπε η Αντιγόνη. Δεν σε ξέρω καλά αλλά
θέλω να μου κάνεις μια μεγάλη χάρη.
-Αν μπορώ, γιατί όχι.
-Να θέλω μια που είσαι εκεί ψηλά να μου έξυνες λίγο το
αριστερό μου αυτί! Όχι μέσα αλλά γύρω. Έχω τις τελευταίες μέρες μια περίεργη
φαγούρα.
-Οκ είπε ο Τίμος και με τις κεραίες του άρχισε να ξύνει την
Αντιγόνη.
-Και λίγο πιο δεξιά σε παρακαλώ και λίγο πιο κάτω. Ναι , ναι
εκεί. Αχ βρε Τιμούλη να είσαι καλά αγόρι μου. Δεν ξέρεις πόσο με ανακούφισες
αλλά και εγώ θα σου κάνω ένα μοναδικό δώρο. Θα σου γνωρίσω τον Περικλή, τον
αετό.
Με την κουβέντα που είχαν κάνει είχαν φτάσει στο ξέφωτο του
δάσους.
Εκεί πετούσαν πολλά πουλιά από πάνω τους
Τότε η Αντιγόνη έκανε ένα ισπανικό κόλπο που δεν είχε ξαναδεί
και σφύριξε πολύ δυνατά.
Αμέσως ο Περικλής εμφανίστηκε και προσγειώθηκε στην πλάτη της
Αντιγόνης. Είχε κάτι τεράστια φτερά ασπρόμαυρα και κίτρινο ράμφος και νύχια. Άμα
δεν ήξερε ότι ήτανε φίλος της Αντιγόνης μάλλον θα είχε πάθει συγκοπή.
-Περικλή από δω ο Τίμος, από εδώ ο Περικλής έκανε τις
απαραίτητες συστάσεις η Αντιγόνη. Θα πας τον φίλο μου τον Τίμο μέχρι το βουνό
μια βόλτα είπε η Αντιγόνη στον Περικλή.
-Και το ρωτάς κούκλα μου. Για σένα ότι θέλεις. Μετά όμως χρωστάς
σκουλήκι.
-Ότι θέλεις εσύ καμαρωτέ μου. Ότι θέλεις.
-Πάμε Τίμο. Θα σε βάλω ενδιάμεσα στα νύχια μου. Κρατήσου
καλά. Φύγαμεεεεε
Ο Περικλής άνοιξε τα φτερά του και απογειώθηκε. Σε λίγο όλα
τα ζώα της ζούγκλας έμοιαζαν με σαλιγκαράκια. Τελικά σκέφτηκε ο Τίμος ότι όλα
μια ιδέα είναι. Μικροί, μεγάλοι, χοντροί, κοντοί ψηλοί όλους αν τους δεις από
μακριά όλοι ίδιοι είναι.
-Τίμο κοίτα τους καταρράκτες του είπε ο Περικλής, δεν είναι
πανέμορφοι;
Πόσο δίκιο είχε ο Περικλής. Έβλεπε μέχρι εκεί που έφταναν τα
μάτια του και έμοιαζαν όλα σαν μια ζωγραφιά. Σίγουρα κάτι τέτοιο δεν θα είχε
την ευκαιρία να το ξαναζήσει.
-Περικλή τι είναι αυτό το άσπρο;
-Χιόνι είναι. Αυτό πέφτει τον χειμώνα. Αυτό που βλέπεις τώρα
απλώς δεν έχει λιώσει. Φιλαράκι κρατήσου καλά να σου κάνω ένα μαγικό κόλπο.
-Περικλή μην κάνεις καμιά βλακεία δεν κρατιέμαι και πολύ
καλά.
Ο Περικλής όμως ήδη είχε κάνει ανάποδο πέταγμα. Ο Τιμούλης γλίστρησε
στα κίτρινα νύχια του Περικλή. Ήταν πια αδύνατο να κρατηθεί.
-Μαμά μου βοήθεια. Θα τσακισθώ, θα τσακισθώ!
-Μην κάνεις έτσι βρε Τίμο θα σε πιάσω.
-Κάνε γρήγορα θα τσακισθώ, θα τσακισθώ.
-Ηρέμησε θα σε πιάσω.
Αλλά ο Τίμος έπεφτε με ταχύτητα αστραπής προς την γη.
-Αυτό ήταν θα τσακισθώωωω, θα τσακισθώωωωωωωώώώώ΄. Πάνω στα νιάτα
μου θα αφήσω τον μάταιο τούτο κόσμο. Κρίμα τέτοιο παλικάρι να πάει άκλαφτο!!!
Μετά ένιωσε ένα δυνατό τράνταγμα. Μετά ένα πιο δυνατό.
-Ξύπνα επιτέλους Τιμάκο, ξύπνα. Πόσες φορές σου έχω πει να
μην ξανακοιμάσαι, του είπε η μαμά του.
Ουφ, όνειρο ήταν.....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου