Σε ένα έρμο σαπιοκάραβο, φόρτωσαν τα αμπάρια μοναξιά.
Καθώς έπεφτε το δείλι, αίφνης λύθηκαν οι κάβοι…
Άρχισε χωρίς να το ορίζει κανείς τούτο το ταξίδι,
στου πελάγους τα ανοιχτά.
Φουρτούνες το χτυπάγαν ανελέητα.
Τριξίματα πένθιμα,
είχε το γέρικο σκαρί.
Της μοίρα του ήταν γραφτό,
να έχει τον πόνο από κοντά.
Το φορτίο ήταν βαρύ….
Ο χρόνος ασφυκτικά το είχε δέσει.
Η λέξη ασφυξία είναι μικρή,
όταν έχεις την σκουριά για συντροφιά!!!
Αυτό το σαπιοκάραβο, δεν χτύπησε σε ξέρες,
δεν το λατρέψαν ποτέ τους τα πουλιά.
Μια νυχτιά,
θαρρώ είχε μπουνάτσα.
Ήσυχα κοιμήθηκε σε αβαθή νερά…
Παύλος
Παυλίδης 27/12/2017