Οπλίστηκα,
οπλίστηκα με θέληση πολύ.
Ήθελα
τον εαυτό μου να δικάσω, να με σύρω αλυσοδεμένο για να
ομολογήσω
τις αμαρτίες μου.
Δεν
μπορούσα να με βλέπω να κουβαλάω τις αόρατες σιδερένιες
μπάλες
της καρδιάς μου.
Έτσι
με την καταδίκη μου, νόμιζα πως θα λυτρωθώ,
θα
ελευθερωθώ, θα μπορούσα με άνεση στον καθρέπτη να με
κοιτάω.
Νόμιζα πως θα άνοιγα αετίσια φτερά και θα έβλεπα από εκεί
ψηλά
σαν μικρογραφία τον κόσμο.
Πόσο
γελασμένος ήμουνα!
Με
μια του σκέψη τα εγώ μου ηλιαχτίδες γινόντουσαν,
εισχωρούσαν στις αμπαρωμένες πόρτες του μυαλού μου,
γελώντας σαρκαστικά που τόσο εύκολα τα είχαν καταφέρει,
για ακόμα μια φορά.
εισχωρούσαν στις αμπαρωμένες πόρτες του μυαλού μου,
γελώντας σαρκαστικά που τόσο εύκολα τα είχαν καταφέρει,
για ακόμα μια φορά.
Η
αγάπη για τον εαυτό μου πάντα υπερτερούσε του μίσους.
Σε
αυτή την αναθεματισμένη ζυγαριά πάντα έβγαινε νικητής η
αγάπη.
Η
αγάπη για μένα, όχι για τους άλλους.
Μα
εγώ με μισούσα γιατί ανθρωπάκι στα μάτια μου έμοιαζα.
Μικρό,
πολύ μικρό, που περπατούσε στις άκρες των δακτύλων των
ποδιών
του για να μην πατήσει την σκιά του...
Παύλος Παυλίδης
24/07/2015
Έκανες σπουδαίο βήμα σε νέο δρόμο. Ορόσημο θα είναι για τις νέες διαδρομές...
ΑπάντησηΔιαγραφή