Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ : Ο ΑΣΤΕΓΟΣ ΚΕΡΑΜΙΔΟΓΑΤΟΣ


Image result for κεραμιδόγατος

Ήταν ένας γατούλης πολύ μικρός και παιγχνιδιάρης.

Όπου και να πήγαινε τραβούσε την προσοχή με τα γκριζογάλανα μάτια του και το λευκό μαύρο τρίχωμα του.

Είχε μια απίστευτη γλυκιά ματιά αλλά ήταν και πολύ σκανδαλιάρης.

Α ξέχασα να σας πω είχε και ένα μουστακάκι μικρό και μια πολύ ωραία άσπρη μυτούλα και κάτι πατουσάκια που λες και τους είχες βάλει βαμβάκια από κάτω για να μην κάνουν θόρυβο τις νυχτιές.

Αυτός ο πανέμορφος γατούλης λοιπόν δεν άφηνε τίποτα χωρίς να το πειράζει.

Έπαιζε συνέχεια με δύο μικρές μπάλλες εναλλάξ,μία κόκκινη και μία κίτρινη.

Με την κόκκινη έπαιζε όταν ήταν πιό κεφάτος ενώ με την κίτρινη όταν δεν είχε πολλά κέφια.

Αν προεξείχε καμιά κλωστή την τραβούσε και μερικές φορές είχε ξηλώσει ολόκληρες φούστες.

Η κυρά του θύμωνε πολύ αλλά πάντα τον συγχωρούσε αφού μετά πήγαινε και την κοίταζε με όλο το παράπονο του κόσμου μες στα μάτια.

Όταν το έκανε αυτό την έκανε λιώμα.

Δεν μπορούσε να του αντισταθεί και τον έπαιρνε πολύ τρυφερά στην αγκαλιά της και τον χαϊδευέ κάτω από το λαιμό εκεί που του άρεσε πιό

πολύ από όλα τα σημεία.

Τότε ήταν που νιαούριζε γεμάτος γλύκα και παράπονο γιά αυτό και η αφεντικίνα του τον φώναζε παραπονιαούρη!

Έλα εδώ μικρέ μου παραπονιαούρη του έλεγε και αυτός τεντωνόταν και έκανε τα πιό τρελλά του κόλπα.

Μάλιστα του έφτιαξε και μία ασημένια ταυτότητα με το όνομα του.

Παραπονιαούρης!!!

Αχ τι ωραία που πέρναγε με την κυρά του.

Πόσο την αγαπούσε,θα έδινε τα πάντα για αυτήν.

Ένα βράδυ κάτι πολύ σοβαρό θα πρέπει να είχε η κυρά του.

Είχε πάει από νωρίς στο κομμωτήριο και είχε έρθει με ένα απίστευτα ωραίο χτένισμα καθώς και με μία πολύ μεγάλη σακούλα από ένα ακριβό

πολυκατάστημα.

Είχε πολύ καλή διάθεση και τραγουδούσε χαρούμενα τραγούδια συνέχεια.

Έιχε ανοίξει και ένα μπουκάλι κόκκινο ακριβό κρασί  και σε ένα πανάκριβο κρυστάλλινο ποτήρι σερβίριζε  κάθε τρεις και λίγο και απολάμβανε την κάθε γουλιά..

Ο παραπονιαούρης και τι δεν έκανε για να τραβήξει την προσοχή της.

Έπαιζε με τις μπάλλες, νιαούριζε όσο πιό γλυκά μπορούσε αλλά εκείνη τίποτα.

Είχε ανοίξει την μεγάλη τσάντα και είχε βγάλει ένα πανάκριβο λευκό φόρεμα.

Το φόρεμα αυτό ήταν ξώπλατο και αντί για κορδόνια στο πίσω μέρος ήταν γεμάτο εντυπωσιακά στράς,τα οποία ταίριαζαν απόλυτα με τα καινούργια λευκά παπούτσια της.

Ραντεβουδάκι έχουμε είπε από μέσα της ο γατούλης.

Ααααααααααααα τώρα θα δεί σκέφτηκε ο παραπονιαούρης θα ανεβω στο

τραπέζι και θα κάνω ένα μαγικό κόλπο που δεν έχω κάνει ποτέ και θα της αποσπάσω την προσοχή.

Πράγματι ανέβηκε και έκανε μία εντυπωσιακή διπλή κολοτούμπα.

Δεν υπολόγισε όμως καλά το πέσιμο του και έπεσε πάνω στο κρυστάλλινο ποτήρι.

Πω πω γκαντεμιά!.το κρυστάλλινο ποτήρι έσπασε και ξεχύθηκε το κόκκινο κρασί και έκανε χάλια το καινούργιο ολόλευκο φόρεμα της καθώς και τα παπούτσια της αφεντικίνας του.

Τώρα τι γίνεται ;

Στην αρχή η κυρά του τα έχασε....

Μετά είδε τα σπασμένα γυαλιά και μετά το λεκιασμένο φόρεμα της.

Έβγαλε κάτι υστερικές κραυγές και μετά ξέσπασε σε κλάματα.

Μάταια ο παραπονιαούρης πήγε να την κοιτάξει όλο παράπονο μες στα μάτια.

Της έκανε και κάτι καινούργιες γλυκιές γκριμάτσες και μετά νιαουρίσματα,αλλά εκείνη δεν έλεγε με τίποτα να σταματήσει το κλάμα.

Τότε πήγε και τρίφτηκε πάνω της και ακούμπησε την ουρά του στα πόδια της.

Αυτή τότε σταμάτησε να κλαίει τον κοίταξε και τον έπιασε από το σβέρκο.Από τον σβέρκο; Ποτέ δεν τόν είχε ξαναπιάσει από κεί.

Την κοίταζε απορημένος αλλά πριν προλάβει να καταλάβει τι έχει συμβεί

τον περίμενε μια ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη.

Άνοιξε απότομα την πόρτα και με μία αστραπιαία κίνηση του έριξε μιά κλωτσιά και τον πέταξε 3-4 μέτρα πιό εκεί ,στην άκρη του πεζοδρομίου

λίγο πριν αρχίσει ο δρόμος!

Χάσου παλιόγατε του είπε,να μην σε ξαναδώ ποτέ στα μάτια μου.Ποτέ!!!

Αυτή ήταν πραγματικά κεραμίδα. Πολλές φορές τα πρωϊνά έφευγε απο το σπίτι αλλά μετά από 1-2 ώρες πάντα γύρναγε.

Βράδυ δεν είχε μείνει όμως ποτέ έξω μόνος του. Και έκανε και κρύο που να πάρει.Κάθησε για πάνω από 2 ώρες αποσβολωμένος προσπαθώντας να καταλάβει τί έχει συμβεί κοιτώντας τό άπειρο και μετά πήρε την μέγάλη απόφαση.

Όλοι μας κάνουμε λάθη .Έ δεν έχει δικαίωμα να κάνει η κυρά του;

Στο κάτω κάτω έφταιγε.Ένα μικρό νιαούρισμα μία πονηρή ματιά και όλα θα φτιάξουνε.

Έστι πήγε και γραντούνισε την εξώπορτα.Στην αρχή σιγά, μετά όλο και πιό έντονα.όλο και πιο έντονα και με δυνατό νιαούρισμα παρακαλώ.

Που θα πάει θα το έχει μετανιώσει σκέφτηκε.

Και πράγματι η πόρτα άνοιξε!

Μια μεγάλη λεκάνη όμως ξεπρόβαλε με παγωμένο νερό και τον έκανε μούσκεμα.Εξαφανίσου από το μάτια μου του είπε υστερικά.

Εξαφανίσου βρωμόγατε δεν θέλω να σε βλέπω πια μπροστά μου.

Κρύωνε πάρα πολύ.Τι κρύωνε δηλαδή τουρτούριζε ήταν η σωστή λεξη

αλλά εκείνον δεν τον πείραξε που τον έκανε μούσκεμα,τα λόγια της ήταν αυτά που τον είχανε τρελάνει.Γύριζε για πάρα πολλές ώρες περιπλανόμενος στο πουθενά και το μόνο που είχε στο μυαλό του ήταν οι τελευταίες της λέξεις.Εξαφανίσου,εξαφανίσου,εξαφανίσου.

Χωρίς να το καταλάβει είχε περπατήσει πάρα πολύ ούτε καν ήξερε που ήταν αλλά δεν είχε και πολύ σημασία.Αποκαμωμένος βρήκε μια εσοχή σε ένα τοίχο κούρνιασε εκεί και αποκοιμήθηκε.

Όχι για πολύ όμως.Με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου κάτι άλλες γάτες τον πήραν μυρωδιά και του ζητήσαν τον λόγο.  

Τι δουλειά έχεις εδώ αριστοκράτη; Εδώ είναι η περιοχή μας,το κατάλαβες;

Κάτι θέλησε να πεί αλλά πριν δώσει καμιά εξηγήση για τον λόγο που ήτανε εκεί του την πέσανε 5-6 γάτες και με απίστευτη μανία τον γεμίσανε νυχιές σε όλο του το κορμί.

Ήταν τέτοια η μανία τους που δεν σταματάγανε με τίποτα. Μα τι τους είχε κάνει ποιά?Αυτός απλώς ήθελε ένα ήσυχο μέρος για να κοιμηθεί.

Τίποτα άλλο μα τίποτα άλλο.Αν δεν επέμβαινε μία γυναίκα με ένα σκουπόξυλο δεν θα ξέραμε άν θα κατάφερνε από αυτήν την άνιση μάχη να επιζήσει.ήταν γεμάτος αίματα και λάσπες.

Μετά βίας μπορούσε να περπατήσει αλλά το σίγουρο ήταν ότι θα έπρεπε να φύγει από την περιοχή.Με όση δύναμη του είχε απομείνει σάλταρε σε ένα φορτηγό που έιχε ένα μεγάλο μουσαμά.Βρήκε για καλή του τύχη και ένα καροτάκι το οποίο του φάνηκε σαν να ήταν ουράνιο γεύμα το έφαγε και αποκοιμήθηκε.

Όσο ο παραπονιαούρης κοιμότανε ο οδηγός του φορτηγού πήρε το αμάξι και κατευθυνόταν πρός το αγρόκτημα του που βρισκόταν πολλά χιλιόμετρα έξω απο την πόλη.Ο γατούλης μας άνοιξε λίγο τα μάτια του αλλά ήταν εξαντλημένος.Έτσι έπεσε σε βαθύ ύπνο.

Το φορτηγό ήταν σταματημένο σε κάτι χωράφια όταν ξύπνησε ο γατούλης.Έπρεπε κάτι να φάει και γρήγορα αλλά τι;

Περιπλανήθηκε στα χωράφια και κα΄ποια στιγμή είδε μακριά ένα φωτάκι.

Ένα σπιτάκι σκέφτηκε.Μετά είδε και ένα άλλο και μετά ένα άλλο πιό μεγαλό φωτάκι και αποφάσισε να τραβήξε προς τα εκεί.

Πήγαινε προς ένα χωριό τελικά, ένα μεγάλο χωριό.

Έφτασε κατάκοπος και πείναγε.Πείναγε πολύ!

Του ήρθε μια γνωστή μυρωδιά στη μύτη.

Ψάρι.Ψάρι!Του μύριζε ψάρι αλλά από που προερχόταν αυτή η μυρωδιά;

Απίστευτο απο ένα μεγάλο σκουπιδοντενεκέ.Αν είναι δυνατόν

Αυτός δεν θα έμπαινε ποτέ σε σκουπιδοντενεκέ.Αυτός ήταν αριστοκράτης γάτος.Η πείνα του όμως ήταν πολύ μεγάλη που δεν άντεξε.

Έριξε μια μεγαλειώδης βουτιά στον κάδο και ξέσκισε την σακούλα που ήταν τα αποφάγια με το ψάρι.Ατελείωτη νοστιμιά,Σλούρπ!!!

Σιγά – σιγά άρχιζε να βρίσκει την χαμένη του αυτοπεποίθηση.

Έκανε και ένα μπανάκι σε μια λακουβίτσα από νερό και ξαναβρήκε τα χρώματα του.Σε ένα μήνα είχε γίνει αγνώριστος.Ένας τελείως διαφορετικός γάτος.

Είχε μεγαλώσει και η φωνή του είχε γίνει λίγο πιό βαριά.

Α , είχε βρεί και παρέα 3-4 γάτες και παίζανε η και τσακωνόντουσαν μαζί. Την πιό μεγάλη του όμως ευχαρίστηση του την έδινε το βράδυ.

Τότε όταν κλείνανε τα πιό πολλά φώτα αυτός και η παρέα του ανεβαίναν σε κάτι κεραμίδια και κάνανε διαγωνισμό νιαουρίσματος.

Χαμός γινότανε .Ανοίγαν ξανά τα φώτα οι άνθρωποι τους πετάγανε αντικείμενα νερό και ότι άλλο μπορούσε κανείς να φανταστεί αλλά αυτόν δεν τον ένοιαζε τίποτα.

Την εύρισκε με τα κεραμίδια. Για την ακρίβεια τα λάτρευε.

Εκεί επάνω ένιωθε πως ήταν ο μεγαλύτερος ισορροπιστής του κόσμου και ταυτόγχρονα ο μεγαλύτερος τενόρος,Νιάου, νιάου νιάου έκανε όλο και πιό δυνατά.Ενώ τον είχαν διώξει κακήν κακώς από το σπίτι του αυτός με πολύ λιγότερες ανέσεις είχε φτιάξει πολύ καλύτερα από ότι περίμενε την ζωή του.Είχε γίνει ένας κεραμιδόγατος.

Ένας άστεγος αλλά περήφανος κεραμιδόγατος!

Ένα βράδυ εκεί που νιούριζε όπως πάντα έκανε την εμφάνιση της μια πολύ όμορφη θηλυκιά γάτα. Πω πω ήταν κούκλα.

Τι ωραία φωνή που έχεις του είπε.Εγώ, εγώωώώ΄΄ωω ψέλλισε αυτός.

Ναι εσύ κεραμιδόγατε του είπε.Τότε ο γατούλης έκανε ένα σάλτο που δεν είχε ξανακάνει ποτέ στην ζωή του και με την βοήθεια μιας υδροροής κατέβηκε πολύ γρήγορα στο έδαφος.

Πως σε λένε της είπε? Μελίνα του είπε αυτή.Όταν ήμουν μικρή επειδή ήμουν πολύ γλυκιά και μου άρεσε και το μέλι με βγάλαν έτσι.

Εσένα?Εμένα με λεν...Ξαφνικά κατάλαβε ότι δεν έχει όνομα.

Τόσο καιρό κανείς δεν το φώναζε με κανένα όνομα.Το μόνο όνομα που έιχε κάποτε ήταν παραπονιαούρης.Παραπονιαούρης όπως έλεγε και η ταυτότητα του. Ωχ την είχε ξεχάσει αυτή.

Δώσε μου ένα λεπτό της είπε μην το κουνήσεις από δω εντάξει?

Ο κεραμιδόγατος εξαφανίστηκε.Πήγε βρήκε μία πρόκα και έβαλε το λαιμό του κάτω από αυτή προσπαθώντας να απαγκιστρωθεί απο την ασημένια ταυτότητα.Δεν ήταν καθόλου εύκολο αλλά τελικά με την πέμπτη προσπάθεια τα κατάφερε.Αχ πόσο ελεύθερος ένοιωθε.

Σαν αστραπή και μούσκεμα στον ιδρώτα γύρισε πίσω στην Μελίνα.

Που πήγες του είπε? Α τίποτα σοβαρό απλώς έκανα κάτι που θα έπρεπε να είχα κάνει εδώ και πολύ καιρό

Θα μου πεις τελικά το όνομα σου του είπε?

Α εγώ δεν έχω όνομα. Είμαι ένας απλός κεραμιδόγατος.

Ένας άστεγος κεραμιδόγατος!!!






                                                                                              



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου